Ένα μεσημέρι σταμάτησαν στην πλατεία Αγίου Κωνσταντίνου δύο νεαροί κι είχαν κιθάρα. Ο ένας ήξερε καλύτερα κι άρχισε να τραγουδάει. Το τραγούδι με τους στίχους βάλθηκε να σκορπάει αλήθεια σε μια συμβατική ώρα, σε μια καθορισμένη κοινωνία, σαν παιδί που δεν μπορείς να το σταματήσεις να φωνάζει μέσα σε εκκλησία. «Βλέπω τα μάτια σου να με τραβάνε πίσω, σα βυθισμένες άγκυρες επάνω στο κορμί μου» έλεγε και σίγουρα όλο και σε κάποιον θα θύμιζε κάτι. Την αμηχανία έσπασε ένας ταξιτζής με τον τρόπο που ήξερε: «Τι έχουμι ‘δώ, παν’γκύρ;».
Όταν είχαν πρωτοστήσει σπιτικά οι πρόσφυγες στην περιοχή, στα σπίτια οι νοικοκυρές φώναζαν δυνατά τραγούδια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου