
Τρίτη 15 Ιουνίου 2010
Σάββατο 5 Ιουνίου 2010
Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010
Πέμπτη 20 Μαΐου 2010
Γέλιο
(Κείμενο από Αναγγελία, α.φ. 361)
Την ώρα που γελούσε μια παπαρούνα φρέσκια στον καιρό, σαν αυτές που ζωγράφιζαν οι εξόριστοι κάποτε και τις γέμιζαν με νοσταλγία για κάτι αριστερές καταστάσεις που ονειρεύονταν ότι θα φρόντιζαν νυχθημερόν τον πολίτη σαν επί γης άγγελοι, πιο πάνω λίγο, σ’ ένα βενζινάδικο, φώναζε ο βενζινοπώλης στον πελάτη του «καλά μας κάνουν». Κι έλεγε κι ο πελάτης «φταίμε κι εμείς».
Αυτά φυτρώνουν στον λόγο ετούτον εδώ τον Μάη. Σαν σπόροι από καιρό ριγμένοι, απ’ τον καιρό που γελούσε αρκετός κόσμος με τα διακοποδάνεια, με τις υπερβολικές πωλήσεις μεγάλου κυβισμού αυτοκινήτων, κινητών. Δεν είμαστε χτεσινοί, που λέει και μια διαφήμιση απ’ αυτές που μας τριβέλιζαν το μυαλό στα υπερβολικά πολλά κανάλια τηλεόρασης, για να αγοράσουμε κι άλλα, κι άλλα, σε συμφέρουσες τιμές.
Τώρα κάνουν όλοι τους έκπληκτους και τους παραπονούμενους. Αναρτούν πανό στην Ακρόπολη γραμμένα στα Αγγλικά για να τα δουν τα ξένα κανάλια, να τα φουσκώσουν λίγο, να θυμηθούν κανένα αρχαίο γλυπτό που να ζητάει φότοσοπ ο οργανισμός του. Αγγλικά που μάλλον οι έρμοι οι αριστεροί τα έμαθαν σε φροντιστήριο παραπαιδείας. Άστα να Π.Α.Μ.Ε. γενικώς.
Καταρέει κι η ίδια η διαμαρτυρία πια. Γιατί κι αυτήν την κάναμε λάστιχο. Κάναμε και σ’ αυτήν κατάχρηση. Στοιχηματίζουν όλοι ότι θα ξεσπάσει ο κόσμος. Ας μην είναι εντελώς σίγουροι. Μπορεί οι επαγγελματίες του ξεσπάσματος να αναλάβουν δράση, μπορεί ο κόσμος να τους δώσει δίκιο εν μέρει, όμως δεν είναι απόλυτο ότι θα θελήσουν όλοι να ταυτιστούν μ’ αυτούς που έκαναν επίσης ζημιά στην χώρα. Δεν είναι σίγουρο ότι θα θελήσουν να τους εκχωρήσουν την εκπροσώπησή τους στον θυμό. Το πολύ να καταφύγουν στην ακραία, άτσαλη και αδέσποτη έκφραση οργής σε πολιτικούς όπου τους πετύχουν.
Πάντα η στήλη αυτή αναρωτιόταν για την φαντασία στην διαμαρτυρία ή για την διαμαρτυρία που να κοστίζει και στον διαμαρτυρόμενο όσο ή και περισσότερο κοστίζει στον συμπολίτη του. Το γέλιο επίσης ήταν ένα μυστήριο για το τι θα μπορούσε να κάνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Και να που ήρθαν οι καιροί να αναδειχτεί. Μίλησε ο Αλογοσκούφης σοβαρά – σοβαρά σε φοιτητές στο εξωτερικό και το ακροατήριό του έσκασε στα γέλια. Αποκάλυψη. Ο Αλογοσκούφης «γυμνώθηκε». Δεν είχε τι να πει. Γιατί είχε ξαφνικά την υποχρέωση να πει κάτι έξυπνο, να ξανασοβαρέψει την κατάσταση, να ξαμαζέψει τα τρίμματα του κύρους του. Αδύνατον.
Απίστευτο όπλο λοιπόν. Δεν χρειάζεται ούτε γιαούρτωμα, ούτε αυγά, ούτε σπάσιμο βιτρινών. Γέλιο κατάμουτρα μόνο. Ακόμα και ψεύτικο. Δεν χρειάζεται να περάσει ο πολιτικός και να τον χαστουκίσεις. Δείξε τον και γέλα. Ακόμα κι αυτές οι τηλεμαχίες με την ηχορύπανση χωρίς τέλος, πόσο θα ακυρώνονταν αν αποφάσιζε αυτός που αδικείται να βάλει τα γέλια με την κάθε κοτσάνα του κάθε ψεύτη πολιτικού.
Κόντρα στην κατάθλιψη που σερβίρουν διαβάζοντάς την μάλιστα από χαρτιά, αντιδράς και ταυτόχρονα βρίσκεις και την υγειά σου.
Την ώρα που γελούσε μια παπαρούνα φρέσκια στον καιρό, σαν αυτές που ζωγράφιζαν οι εξόριστοι κάποτε και τις γέμιζαν με νοσταλγία για κάτι αριστερές καταστάσεις που ονειρεύονταν ότι θα φρόντιζαν νυχθημερόν τον πολίτη σαν επί γης άγγελοι, πιο πάνω λίγο, σ’ ένα βενζινάδικο, φώναζε ο βενζινοπώλης στον πελάτη του «καλά μας κάνουν». Κι έλεγε κι ο πελάτης «φταίμε κι εμείς».
Αυτά φυτρώνουν στον λόγο ετούτον εδώ τον Μάη. Σαν σπόροι από καιρό ριγμένοι, απ’ τον καιρό που γελούσε αρκετός κόσμος με τα διακοποδάνεια, με τις υπερβολικές πωλήσεις μεγάλου κυβισμού αυτοκινήτων, κινητών. Δεν είμαστε χτεσινοί, που λέει και μια διαφήμιση απ’ αυτές που μας τριβέλιζαν το μυαλό στα υπερβολικά πολλά κανάλια τηλεόρασης, για να αγοράσουμε κι άλλα, κι άλλα, σε συμφέρουσες τιμές.
Τώρα κάνουν όλοι τους έκπληκτους και τους παραπονούμενους. Αναρτούν πανό στην Ακρόπολη γραμμένα στα Αγγλικά για να τα δουν τα ξένα κανάλια, να τα φουσκώσουν λίγο, να θυμηθούν κανένα αρχαίο γλυπτό που να ζητάει φότοσοπ ο οργανισμός του. Αγγλικά που μάλλον οι έρμοι οι αριστεροί τα έμαθαν σε φροντιστήριο παραπαιδείας. Άστα να Π.Α.Μ.Ε. γενικώς.
Καταρέει κι η ίδια η διαμαρτυρία πια. Γιατί κι αυτήν την κάναμε λάστιχο. Κάναμε και σ’ αυτήν κατάχρηση. Στοιχηματίζουν όλοι ότι θα ξεσπάσει ο κόσμος. Ας μην είναι εντελώς σίγουροι. Μπορεί οι επαγγελματίες του ξεσπάσματος να αναλάβουν δράση, μπορεί ο κόσμος να τους δώσει δίκιο εν μέρει, όμως δεν είναι απόλυτο ότι θα θελήσουν όλοι να ταυτιστούν μ’ αυτούς που έκαναν επίσης ζημιά στην χώρα. Δεν είναι σίγουρο ότι θα θελήσουν να τους εκχωρήσουν την εκπροσώπησή τους στον θυμό. Το πολύ να καταφύγουν στην ακραία, άτσαλη και αδέσποτη έκφραση οργής σε πολιτικούς όπου τους πετύχουν.
Πάντα η στήλη αυτή αναρωτιόταν για την φαντασία στην διαμαρτυρία ή για την διαμαρτυρία που να κοστίζει και στον διαμαρτυρόμενο όσο ή και περισσότερο κοστίζει στον συμπολίτη του. Το γέλιο επίσης ήταν ένα μυστήριο για το τι θα μπορούσε να κάνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Και να που ήρθαν οι καιροί να αναδειχτεί. Μίλησε ο Αλογοσκούφης σοβαρά – σοβαρά σε φοιτητές στο εξωτερικό και το ακροατήριό του έσκασε στα γέλια. Αποκάλυψη. Ο Αλογοσκούφης «γυμνώθηκε». Δεν είχε τι να πει. Γιατί είχε ξαφνικά την υποχρέωση να πει κάτι έξυπνο, να ξανασοβαρέψει την κατάσταση, να ξαμαζέψει τα τρίμματα του κύρους του. Αδύνατον.
Απίστευτο όπλο λοιπόν. Δεν χρειάζεται ούτε γιαούρτωμα, ούτε αυγά, ούτε σπάσιμο βιτρινών. Γέλιο κατάμουτρα μόνο. Ακόμα και ψεύτικο. Δεν χρειάζεται να περάσει ο πολιτικός και να τον χαστουκίσεις. Δείξε τον και γέλα. Ακόμα κι αυτές οι τηλεμαχίες με την ηχορύπανση χωρίς τέλος, πόσο θα ακυρώνονταν αν αποφάσιζε αυτός που αδικείται να βάλει τα γέλια με την κάθε κοτσάνα του κάθε ψεύτη πολιτικού.
Κόντρα στην κατάθλιψη που σερβίρουν διαβάζοντάς την μάλιστα από χαρτιά, αντιδράς και ταυτόχρονα βρίσκεις και την υγειά σου.
Εξώφυλλο Yellow power

Μου ζητήθηκε ένα εξώφυλλο με θέμα "Τα καλύτερα έρχονται", μια φράση που αφορούσε το αισιόδοξο μέλλον, άσχετα από την έκβαση του αγώνα στον οποίο θα μοιράζονταν το περιοδικό. Σκέφτηκα να φτιάξω την Α' Εθνική σαν κοπέλα ποθητή που να λατρεύει τον Πανέτο, σύμβολο του Παναιτωλικού. Ο δε Πανέτος κοιτάει τον θεατή σαν να γνωρίζουν και οι δύο τί πρόκειται να ακολουθήσει.
Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010
Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010
Φλουρί
Με πονάει λίγο εδώ, η μοναξιά μου. Έχεις καμιά παυσίπονη καλημέρα; Εσύ που κοιτάς το φανάρι σαν φεγγάρι, με προσήλωση, στη διασταύρωση, με προσευχή να σ’ αφήσει λίγο πιο γρήγορα, θα κοίταζες έτσι άνθρωπο; Μα, ναι, αν σου άναβε πράσινο για να προχωρήσεις ελεύθερα. Μα, ναι, αν σε φέρνει πιο κοντά στον προορισμό σου.
Εγώ δεν είμαι φανάρι σε διασταύρωση. Εγώ είμαι στάση στην επαρχία, που σε κρατάει μέχρι να μάθεις ότι δεν περνάει το λεωφορείο.
Γυρίσαμε όλοι στη θέση μας. Μαζεύουν τα μαγαζιά τα χριστουγεννιάτικα. Πεταμένες πλαστικές μπάλες και έλατα στα σκουπίδια όπως παλιά. 2010 με οικολογική συνείδηση της δεκαετίας του ’80. Φωτογραφίες με τον Άι – Βασίλη του λούνα - παρκ, παιχνίδια με σωμένες μπαταρίες. Λίμνες αγιασμένες που αραιώνονται σιγά - σιγά με νερό βροχής. Δίαιτες στα χωνευτικά περιοδικά και ασκήσεις γυμναστικής. Η φυλή των ανθρώπων πλατσουρίζει ξανά στην σπουδαιοφανή ρουτίνα παριστάνοντας το σημαντικό. Στη θέση του ο ταξιτζής που είχε μυριστεί την ήττα του Ολυμπιακού. Στη θέση της η κομμώτρια που κοιτάει κουτσομπολιά στην τηλεόραση. Ο αλουμινάς που αποφεύγει τα μερεμέτια. Το στοίχημα, τα πυροτεχνήματα των γάμων, οι ήχοι κλήσης των άλλων, τα γκρι ρούχα των μεσόκοπων. Στη θέση τους τ’ ανέκδοτα με τις αποδείξεις αγορών.
Ήτανε Χριστούγεννα; Παλιά. Άσε με μ’ αυτά. Να ησυχάσω λίγο τρέχοντας. Να βρω την ηρεμία μου στον πανικό. Να βρω τον ρυθμό μου στις αρρυθμίες. Δε θέλουμε πια τις γιορτές όπως ήτανε. Τις θέλουμε τρεχάτες, φανταχτερές και επιδεικτικές. Για να γυρίζουμε στην καθημερινότητα σαν καταφύγιο στο σπίτι μας.
Στην επαρχία μάθαμε να νιώθουμε και μέτριοι. Γελάς όμως στο επαρχιακό περίπτερο με την εφημερίδα της Αθήνας, την Καθημερινή, που γράφει εντυπωσιασμένη για την Αμερικανίδα Μαριάν Σάλτσμαν, 48χρονη «γκουρού» των διεθνών δημοσίων σχέσεων και συγγραφέα, που πέφτει τόσο μέσα στις προβλέψεις για τις παγκόσμιες τάσεις ώστε να θεωρείται μελλοντολόγος. Η σοφή αυτή και πολυταξιδεμένη λανσάρισε τον όρο «μετροσέξουαλ» και πρόβλεψε την οικονομική κρίση. Λατρεύει το facebook αλλά κάθε μέρα διαβάζει μια τοπική εφημερίδα, μια πανεθνικής εμβέλειας κι ένα φρι- πρες. Βλέπει το μέλλον του πρωινού τύπου στην ανάπτυξη των συγκοινωνιών και βασισμένη στις κοινωνικές δικτυώσεις του διαδικτύου όπου ο καθένας ως μονάδα μπορεί να κοινοποιήσει οτιδήποτε, δηλώνει τί; «Το τοπικό είναι η νέα παγκοσμιότητα». Τα λόγια του εκδότη αυτής της εφημερίδας Παντελή Φλωρόπουλου δηλαδή, όπως ειπώθηκαν δεκαπέντε χρόνια πριν. Όταν δεν υπήρχε το facebook. Όταν το Αγρίνιο ήταν ό,τι και σήμερα, μια ουδέτερη επαρχιακή πόλη. Που καταπίνει.
Που περιθάλπει τον εραστή της για να τον καταπιεί μετά τον έρωτα.
Καταφύγιο η επαρχιακή καθημερινότητα από τον οξύθυμο δεσπότη που στην ομιλία της πρωτοχρονιάς ρώτησε επιτακτικά: «Πιστεύουμε στον Χριστό ναι ή όχι; Θα το πάρουμε απόφαση ναι ή όχι; ΝΑΙ ή ΌΧΙ;» έχασε την υπομονή του μαζί μας. Γελαστή η μπάντα ξεθύμανε την κρισιμότητα της στιγμής καθώς ακούστηκε απ’ έξω να παιανίζει τον αργοπορημένο ερχομό των επισήμων. Τι ειρωνία! Ο ρυθμός των κατεστημένων πραγμάτων που αγαπάει η εκκλησία δεν την αφήνει να κάνει την ατμόσφαιρα δικαστηρίου που θέλει. Οι γυναίκες με τις λειτουργιές και τα υψώματα κοίταξαν απλανώς μετά. Ο δεσπότης κατέβηκε κι άρχισε να μοιράζει αντίδωρα στοργικά, σαν άλλος. Έδειχνε και μικρότερο το μέγεθός του πια. Οι γυναίκες με τα υψώματα έμοιαζαν στωικά αγάλματα σε ζωφόρο που διατήρησε τα χρώματά της. Ανέχονται όλα τα ξεσπάσματα με σοφία αιώνων σαν να είναι από μικρά παιδιά. Αυτές δεν τις νοιάζει να δηλώσουν τίποτα. Τα αφιερώματά τους μοιάζουν να στέλνονται σε άλλο, πιο ήσυχο, διαχρονικό, μη απειλούμενο θεό.
Την ίδια ώρα που καταγγέλλονταν οι αμφιβολίες της ανθρώπινης φύσης κάτι παιδάκια που έπλητταν μέσα στην εκκλησία έλαμπαν σαν μικροί θεοί αλήθειας. Η επιδερμίδα τους έμοιαζε να καλύπτει έναν εσωτερικό ήλιο, τόσο παντοδύναμο που δεν νοιάζονταν καν να το διαλαλήσει. Ένας ζωηρός, με χαλαρή αντίληψη του χώρου ήθελε να παίξει. Μικρούλης, ήθελε να παίξει με τα πάντα, με τις γωνίες του τέμπλου, με τα σκαλοπάτια, με το χαλί. Με τα δημιουργήματα του ανθρώπου για έναν θεό που ο μικρούλης έμοιαζε να κατείχε το μυστικό του. Αδύνατη η τυπολογία της εκκλησίας να τον ανεχτεί, ή να τον γοητεύσει, τον μάλωσε ο μπαμπάς του που έκανε φασαρία.
Έμεινε μόνο η φοβιστική φασαρία του δεσπότη από το ιερό βήμα. Να υπερασπίζεται ονομαστικά τον Χριστό, σαν κυβερνήτη. Τί να απαντήσω άμα με πιάσει απ’ τον γιακά; Δεν ξέρω, ποιόν Χριστό απ’ όλους; Εγώ τα παιδάκια ξέρω ότι θαύμαζε κι Εκείνος που ήξερε και κάτι παραπάνω.
Σφιχτή η αγκαλιά της εκκλησίας στην επαρχιακή πόλη με το φλουρί μέσα της χαμένο.
Εγώ δεν είμαι φανάρι σε διασταύρωση. Εγώ είμαι στάση στην επαρχία, που σε κρατάει μέχρι να μάθεις ότι δεν περνάει το λεωφορείο.
Γυρίσαμε όλοι στη θέση μας. Μαζεύουν τα μαγαζιά τα χριστουγεννιάτικα. Πεταμένες πλαστικές μπάλες και έλατα στα σκουπίδια όπως παλιά. 2010 με οικολογική συνείδηση της δεκαετίας του ’80. Φωτογραφίες με τον Άι – Βασίλη του λούνα - παρκ, παιχνίδια με σωμένες μπαταρίες. Λίμνες αγιασμένες που αραιώνονται σιγά - σιγά με νερό βροχής. Δίαιτες στα χωνευτικά περιοδικά και ασκήσεις γυμναστικής. Η φυλή των ανθρώπων πλατσουρίζει ξανά στην σπουδαιοφανή ρουτίνα παριστάνοντας το σημαντικό. Στη θέση του ο ταξιτζής που είχε μυριστεί την ήττα του Ολυμπιακού. Στη θέση της η κομμώτρια που κοιτάει κουτσομπολιά στην τηλεόραση. Ο αλουμινάς που αποφεύγει τα μερεμέτια. Το στοίχημα, τα πυροτεχνήματα των γάμων, οι ήχοι κλήσης των άλλων, τα γκρι ρούχα των μεσόκοπων. Στη θέση τους τ’ ανέκδοτα με τις αποδείξεις αγορών.
Ήτανε Χριστούγεννα; Παλιά. Άσε με μ’ αυτά. Να ησυχάσω λίγο τρέχοντας. Να βρω την ηρεμία μου στον πανικό. Να βρω τον ρυθμό μου στις αρρυθμίες. Δε θέλουμε πια τις γιορτές όπως ήτανε. Τις θέλουμε τρεχάτες, φανταχτερές και επιδεικτικές. Για να γυρίζουμε στην καθημερινότητα σαν καταφύγιο στο σπίτι μας.
Στην επαρχία μάθαμε να νιώθουμε και μέτριοι. Γελάς όμως στο επαρχιακό περίπτερο με την εφημερίδα της Αθήνας, την Καθημερινή, που γράφει εντυπωσιασμένη για την Αμερικανίδα Μαριάν Σάλτσμαν, 48χρονη «γκουρού» των διεθνών δημοσίων σχέσεων και συγγραφέα, που πέφτει τόσο μέσα στις προβλέψεις για τις παγκόσμιες τάσεις ώστε να θεωρείται μελλοντολόγος. Η σοφή αυτή και πολυταξιδεμένη λανσάρισε τον όρο «μετροσέξουαλ» και πρόβλεψε την οικονομική κρίση. Λατρεύει το facebook αλλά κάθε μέρα διαβάζει μια τοπική εφημερίδα, μια πανεθνικής εμβέλειας κι ένα φρι- πρες. Βλέπει το μέλλον του πρωινού τύπου στην ανάπτυξη των συγκοινωνιών και βασισμένη στις κοινωνικές δικτυώσεις του διαδικτύου όπου ο καθένας ως μονάδα μπορεί να κοινοποιήσει οτιδήποτε, δηλώνει τί; «Το τοπικό είναι η νέα παγκοσμιότητα». Τα λόγια του εκδότη αυτής της εφημερίδας Παντελή Φλωρόπουλου δηλαδή, όπως ειπώθηκαν δεκαπέντε χρόνια πριν. Όταν δεν υπήρχε το facebook. Όταν το Αγρίνιο ήταν ό,τι και σήμερα, μια ουδέτερη επαρχιακή πόλη. Που καταπίνει.
Που περιθάλπει τον εραστή της για να τον καταπιεί μετά τον έρωτα.
Καταφύγιο η επαρχιακή καθημερινότητα από τον οξύθυμο δεσπότη που στην ομιλία της πρωτοχρονιάς ρώτησε επιτακτικά: «Πιστεύουμε στον Χριστό ναι ή όχι; Θα το πάρουμε απόφαση ναι ή όχι; ΝΑΙ ή ΌΧΙ;» έχασε την υπομονή του μαζί μας. Γελαστή η μπάντα ξεθύμανε την κρισιμότητα της στιγμής καθώς ακούστηκε απ’ έξω να παιανίζει τον αργοπορημένο ερχομό των επισήμων. Τι ειρωνία! Ο ρυθμός των κατεστημένων πραγμάτων που αγαπάει η εκκλησία δεν την αφήνει να κάνει την ατμόσφαιρα δικαστηρίου που θέλει. Οι γυναίκες με τις λειτουργιές και τα υψώματα κοίταξαν απλανώς μετά. Ο δεσπότης κατέβηκε κι άρχισε να μοιράζει αντίδωρα στοργικά, σαν άλλος. Έδειχνε και μικρότερο το μέγεθός του πια. Οι γυναίκες με τα υψώματα έμοιαζαν στωικά αγάλματα σε ζωφόρο που διατήρησε τα χρώματά της. Ανέχονται όλα τα ξεσπάσματα με σοφία αιώνων σαν να είναι από μικρά παιδιά. Αυτές δεν τις νοιάζει να δηλώσουν τίποτα. Τα αφιερώματά τους μοιάζουν να στέλνονται σε άλλο, πιο ήσυχο, διαχρονικό, μη απειλούμενο θεό.
Την ίδια ώρα που καταγγέλλονταν οι αμφιβολίες της ανθρώπινης φύσης κάτι παιδάκια που έπλητταν μέσα στην εκκλησία έλαμπαν σαν μικροί θεοί αλήθειας. Η επιδερμίδα τους έμοιαζε να καλύπτει έναν εσωτερικό ήλιο, τόσο παντοδύναμο που δεν νοιάζονταν καν να το διαλαλήσει. Ένας ζωηρός, με χαλαρή αντίληψη του χώρου ήθελε να παίξει. Μικρούλης, ήθελε να παίξει με τα πάντα, με τις γωνίες του τέμπλου, με τα σκαλοπάτια, με το χαλί. Με τα δημιουργήματα του ανθρώπου για έναν θεό που ο μικρούλης έμοιαζε να κατείχε το μυστικό του. Αδύνατη η τυπολογία της εκκλησίας να τον ανεχτεί, ή να τον γοητεύσει, τον μάλωσε ο μπαμπάς του που έκανε φασαρία.
Έμεινε μόνο η φοβιστική φασαρία του δεσπότη από το ιερό βήμα. Να υπερασπίζεται ονομαστικά τον Χριστό, σαν κυβερνήτη. Τί να απαντήσω άμα με πιάσει απ’ τον γιακά; Δεν ξέρω, ποιόν Χριστό απ’ όλους; Εγώ τα παιδάκια ξέρω ότι θαύμαζε κι Εκείνος που ήξερε και κάτι παραπάνω.
Σφιχτή η αγκαλιά της εκκλησίας στην επαρχιακή πόλη με το φλουρί μέσα της χαμένο.
Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010
Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010
Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010
Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009
Καινούριος χρόνος

Τεντώνουν μερικές το δέρμα τεχνητά, και συνεχίζουν αφελώς να κατευθύνονται προς τον οριστικό Ισημερινό. Κι αποκαλύπτεται ένα πρόσωπο αποκρυσταλωμένο, άνυδρο, χωρίς χυμούς. Γυαλισμένο σαν πάτωμα που δεν πέρασε κανείς. Κι όποιος κοίταξε να περάσει, του μοίρασαν πατάκια να μην ακουμπήσει πραγματικά. Και μετά τα πέταξαν κι αυτά κι εκείνον γιατί είναι και κόπος τόση επιμέλεια.
Αν η ζωή είναι μια σφαίρα, που είναι το πιο ασφαλές, πετυχημένο, κοινό σχήμα στη φύση, μπορεί να βρεθούμε πάλι σε άλλους παραλλήλους, μπορεί να τύχει μια στο εκατομμύριο να πέσουμε στην ίδια διαδρομή που κάναμε πριν, μπορεί να κάνει κι ο άνθρωπός μας την ίδια διαδρομή από σύμπτωση. Και τότε μπορεί να νιώσουμε φευγαλέα ένα ντε - ζα – βου, να πούμε στον διπλανό «νομίζω πως αυτό το έχω ξαναζήσει», και μετά να πάει αλλού η κουβέντα, στο χτεσινό έργο, στο τελευταίο κουτσομπολιό.
«Άσχημη και χοντρή πού’ ναι αυτή» είπε ο φίλος για μια. Ο φίλος που φοβάται τόσο μην παχύνουν τα παιδιά του (κι ενδόμυχα κι η γυναίκα του) και χαλάσει η εικόνα της οικογένειας προς τα έξω, ώστε έχει εφεύρει το παιχνίδι, όποτε συναντούν χοντρό να τον κοροϊδεύουν. Στην τηλεόραση φροντίζει να δείχνει στα μικρά παιδιά κάθε χοντρή, επίμονα. Άσχετα με το τί λέει, με τί ασχολείται, τί της συνέβη, θα γίνει αντικείμενο γέλωτα.
Βάρβαρο σπορ η οικογένεια, μια μίνι ζούγκλα συχνά, κι οι γιορτές των ημερών δεν διορθώνουν τίποτα, κακά τα ψέματα.
Μετά, εκείνη η άσχημη και χοντρή είδα να λάμπει όταν κοίταζε τα πέντε παιδιά της, ειδικά το μικρότερο, ενός έτους. Κι εκείνο να την κοιτάει από μακριά και να την καταπίνει με τα μάτια τόσο ευχάριστα που σχηματίζονταν χαμόγελο από κάτω. Τα παιδιά της δεν είναι κι αυτά προικισμένα με την κλασσική έννοια της μωρουδίστικης ομορφιάς. Έχουν όμως μια παράξενη ηρεμία. Έχουν σιωπές και υπομονή, ασυνήθιστη για παιδιά της σημερινής εποχής. Μοιάζουν χορτάτα από αγάπη και γι’ αυτό δυνατά. Δεν μιλάνε πολύ, ίσως γιατί πέντε παιδιά μέσα σε ένα σπίτι πρέπει να πειθαρχούν για να λειτουργεί. Παίζουν όμως και χαίρονται και με λιγότερο παράξενα παιχνίδια, όπως κάθε παιδί. Και, τί παράξενο, μοιάζουν πανέμορφα! Το βλέμμα τους σε απορροφάει σαν τρύπα του σύμπαντος. Σου υπαγορεύουν την τρυφερότητα.
Είναι κι εκείνα που απέκτησαν τηλεκατευθυνόμενο ελικόπτερο και το χάλασαν σε ένα τέταρτο μέσα σε τσακωμούς για το ποιος θα παίξει περισσότερο. Ποιος θα πατάει δηλαδή το κουμπί να το παρακολουθεί να αιωρείται μέσα στο σπίτι. Θαύμα. Σαν έντομο εκείνο έφερε μερικές γυροβολιές, άναψε με την χρήση το χειριστήριό του κι έκαιγε, και το γονάτισε μια ανώμαλη προσγείωση. Έμειναν τα παιδιά που δεν έπρεπε να παχύνουν στενοχωρημένα κι οι γονείς αμήχανοι. Πήρε τότε ο νονός στα χέρια το ένα και του λέει «έλα να γίνεις αεροπλανάκι». Το ξάπλωσε στα χέρια του μπρούμυτα και του είπε να ανοίξει τα χέρια του σαν φτερά. Κι άρχισε να το μεταφέρει με στροφές και τρέξιμο σ’ όλο το σπίτι. Το παιδί ξετρελάθηκε, «πάλι, πάλι» φώναζε. Φοβερή γυμναστική και για να μην παχύνει ο ενήλικας. Το να παίζει με το παιδί. Ούτε γυμναστήρια ούτε πιλάτες.
Χρόνο πρέπει να φέρει ο καινούριος χρόνος. Και απλότητα.
Τί άλλο να ευχηθεί κανείς για μια ζωή που έχει φορτωθεί τόσα πολλά, σαν στολισμένο δέντρο που πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο γεμάτο με λαμπάκια. Για να δείχνει ωραία. Τρώμε αλήθεια, όλον τον χρόνο να μιλάμε για εξοικονόμηση ενέργειας, για οικολογία, για την καταστροφή του κλίματος κι έρχονται τα Χριστούγεννα και ξεσαλώνουμε με τα φωτάκια. Θα’ ρθει η ώρα που θα κουράσει κι η οικολογία. Πέφτει σιγά – σιγά στα χέρια προτεσταντών της φυσικής ζωής, που καταστροφολογούν γραφικά και αρχίζουν τις απαγορεύσεις για να κερδίσουμε έναν επίγειο παράδεισο, καταλήγοντας σε αντίστροφο αποτέλεσμα. Ο πολίτης καταναλωτής καταλήγει σ’ ένα χάος παραγόντων που πρέπει να λάβει υπ’ όψιν πριν ψωνίσει ένα πακέτο ρύζι, όπως πόση ενέργεια καταναλώθηκε για να παραχθεί σε σχέση με άλλο(οι Ολλανδοί θα αρχίσουν να το αναγράφουν στις συσκευασίες). Σκορπάει το πράγμα σε ευθύνες ατόμων και όχι κεφαλαιοκρατών ή κυβερνήσεων. Το χάος κι η θολούρα, κι η υπερφόρτωση σε πληροφορίες είναι το πιο εύκολο δημιούργημα της εποχής, το νανούρισμά της για να μην ξυπνήσει κανένας και για τίποτα.
Κι όμως οι παλιές μανταρινιές της πόλης, κάτω απ’ τα άτσαλα λαμπάκια, είναι στολισμένες με μανταρίνια
Καλή χρονιά.
Τι έγινε τώρα; Κατάλαβες καμιά γέννηση ενός Θεού; Αυτό το μωράκι τ
ης φάτνης σου είπε τίποτα; Οι άγγελοι είναι κάπως σαν αυτούς του Αγίου Βαλεντίνου αλλά πιο σοβαροί; Μάγοι είναι κάτι σαν σοφοί καθηγητές, περίπου σαν αυτούς που χτίζουν οι φοιτητές στα γραφεία τους;
Νομίζω και φάτνη δεν ξέρω καλά - καλά τί είναι. Τον υπόλοιπο χρόνο ξέρω το διαμέρισμα, την πολυκατοικία, την μονοκατοικία, την αποθήκη. Στάβλο δεν ξέρω, δεν έχω δει. Πως μυρίζει; Πώς φωτίζεται; Τι ζέστα έχει;
Πίσω απ’ το φράγμα των αλλεπάλληλων εικόνων και καινοτομιών που προστέθηκαν στην κοινωνία και την καθημερινότητα από τότε που πλάστηκε αυτή η ιστορία, τί μπορεί να νιώσει ο καινούριος άνθρωπος παρά μόνο μια σειρά ντεκόρ στολισμένα με χρυσόσκονη;
Δεν έπρεπε να τους δεχτεί τους Μάγους η Αγία Οικογένεια. Φίδι στον κόρφο της. Οι Μάγοι κι οι συνεχιστές τους προχώρησαν την τεχνολογία σε βαθμό να δημιουργηθεί ο τεχνολογικός πολιτισμός του σήμερα. Που αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό το ταξίδι των τριών, την γέννηση, τα πειστήρια, το άστρο. Παλεύει χρόνια τώρα να εξηγήσει τί ήταν το άστρο. Ήρθε κι ο Σιμόπουλος να εξηγήσει στους Αγρινιώτες το φαινόμενο. Και; Γιατί να μάθω τί είναι; Μόνο αυτός είναι ο τρόπος για να νιώσω; Μόνο αυτός είναι ο τρόπος για ν’ αμφισβητήσω;
Δεν έπρεπε να δεχτεί τους Μάγους η Αγία Οικογένεια. Μακριά κι αγαπημένοι. Δεν ήξερε ότι η μετέπειτα εκκλησία θα αρνούνταν κάθε σχέση με την επιστήμη; Ως υποκλινόμενη στην μεγαλοσύνη των ιδεών της θρησκείας, την δέχεται. Αν γίνονταν η επιστήμη να προσφέρει στην διάρκεια των αιώνων χρυσό, λίβανο και σμύρνα, ναι, την δέχεται. Αλλά όχι να αμφισβητεί.
Μα δεν είναι εντάξει κι εκείνη. Τι σχέση έχει η αθωότητα του μωρού της φάτνης με τον διαβόητο Εφραίμ του Βατοπεδίου ας πούμε. Τι σχέση έχει η φτώχεια της φάτνης με τον πλούτο της ζωής σήμερα, των ναών συμπεριλαμβανομένων;
Ωραία το σύνδεσε ο μητροπολίτης Αιτωλοακαρνανίας Κοσμάς στο μήνυμά του στους πιστούς για τα Χριστούγεννα. Όπως έδιωχναν τον Χριστό στην Γαλιλαία με την απογραφή και την έλλειψη καταλυμάτων για τον Ιωσήφ και την έγκυο Μαρία, έτσι διώχνουν τώρα τις εικόνες από τους δημόσιους χώρους, τα δικαστήρια, τα σχολεία, διώχνουν τα θρησκευτικά απ’ τα μαθήματα.
Όμως μπερδεύομαι. Η ταλαιπωρία του Ιησού δεν ήταν μέρος της δόξας του; Όταν είσαι θεσμός, εξουσία δεν είναι που απαιτείς τιμές; Αν έψαχνε ο Ηρώδης κατάλυμα εκείνο το βράδυ, φυσικά θα βρίσκονταν. Όμως αυτός δεν είναι ο κακός της υπόθεσης; Αν είναι να ανοίγουν όλες οι πόρτες με το που περνάει η Μαρία και ο Ιωσήφ με τον γάιδαρό τους, τι σημείο ταύτισης έχουν οι φτωχοί κι οι αποκλεισμένοι αυτού του κόσμου;
Κι ακόμα, η παρηγοριά που παρέχει η εκκλησία στους δυστυχισμένους ότι όσο ταλαιπωρούνται, τόσο θα δοξαστούν στην επόμενη ζωή, δεν ισχύει για την εκκλησία και τους λειτουργούς της;
Κι αν δημιουργείται με τα χρόνια μια νέα κάστα δυστυχισμένων και ταλαιπωρημένων του κόσμου, πως θα τους κερδίσει μια εκκλησία που τους επιβάλει με πλούτο και διαπλοκή με το κράτος πως να σκέφτονται; Μια εκκλησία αδρανής, δημοσιοϋπαλληλική, που περιμένει όσα της οφείλονται και δεν αγωνίζεται καθημερινά με τον κόσμο ν’ ανοίξει μυαλά, καρδιές, πνεύματα. Για μια ζωή που δικαιώνεται εδώ το δώρο της, όχι μόλις τελειώσει η ημερομηνία λήξης του.
Ίσως είναι η μοίρα των θεών να γεννιούνται αθώα βρέφη μέσα σε προσδοκίες και να γίνονται Ηρώδηδες. Φορτωμένος βόμβες ένας στο Ιράν, έπεσε πάνω σε ομόθρησκους αλλά με άλλο δόγμα την ώρα που γιόρταζαν και ανατινάχτηκαν. Σ’ εμάς αντίστοιχη δουλειά κάνουν οι διαφημιστές.
Σακούλες, σακούλες από πολυκαταστήματα είναι αυτό που μένει απ’ τις γιορτές, πακέτα από παιχνίδια, ευχές ξεφλουδισμένες, πίσω στην κρίση το ενδιαφέρον, στο τρέξιμο, στην αίσθηση ότι κάτι πάει στραβά στη ζωή μας αλλά είμαστε όλοι αγκυλωμένοι στο «στραβά» και πάμε όλοι μαζί σαν τον κάβουρα. Που μπορεί να βάζει τρικλοποδιά στον άλλο κάβουρα για να βγει πιο μπροστά αλλά όλοι στο ίδιο λοξό.
Κι όμως, ή ίδια η εποχή απαιτεί μια πιο «χριστιανική» αντίληψη του κόσμου, τόση που ούτε η επίσημη εκκλησία δεν αντιλαμβάνεται αφού κουράστηκε να το επαναλαμβάνει και ασχολείται με το δημόσιο, τον χώρο της. Κι ήρθε η ίδια η οικονομία να την δικαιώσει. Και δεν το ξέρει! Λιγότερο ξόδεμα, λένε οι κήρυκες οικονομολόγοι, λιγότερη φιγούρα, περισσότερη ανοχή, εργασία, περισσότερη προσοχή στον πλανήτη. Όχι για να γίνουμε άγιοι αλλά για να ζήσουμε καλύτερα. Γιατί αν υπάρχει άλλη ζωή, είναι σίγουρα αυτή των απογόνων μας.
Κάπως έτσι, περίπου, απλά, πολύ απλά, ένας νεαρός ξεφλούδισε τα βαριά σύμβολα της πόλης κι εξηγούσε στην κοπέλα του για να δείξει ότι ξέρει, το ψηφιδωτό της πλατείας: «Να, αυτός πού’ ναι σαν ψάρ’ ξέρω ‘γω, είναι ο Αχελώος. Κι αυτός που τον δέρν’ ειν’ ο Ηρακλής».
Βέβαια τα γράφει κιόλας τα ονόματα...
Τι έγινε τώρα; Κατάλαβες καμιά γέννηση ενός Θεού; Αυτό το μωράκι τ
ης φάτνης σου είπε τίποτα; Οι άγγελοι είναι κάπως σαν αυτούς του Αγίου Βαλεντίνου αλλά πιο σοβαροί; Μάγοι είναι κάτι σαν σοφοί καθηγητές, περίπου σαν αυτούς που χτίζουν οι φοιτητές στα γραφεία τους;
Νομίζω και φάτνη δεν ξέρω καλά - καλά τί είναι. Τον υπόλοιπο χρόνο ξέρω το διαμέρισμα, την πολυκατοικία, την μονοκατοικία, την αποθήκη. Στάβλο δεν ξέρω, δεν έχω δει. Πως μυρίζει; Πώς φωτίζεται; Τι ζέστα έχει;
Πίσω απ’ το φράγμα των αλλεπάλληλων εικόνων και καινοτομιών που προστέθηκαν στην κοινωνία και την καθημερινότητα από τότε που πλάστηκε αυτή η ιστορία, τί μπορεί να νιώσει ο καινούριος άνθρωπος παρά μόνο μια σειρά ντεκόρ στολισμένα με χρυσόσκονη;
Δεν έπρεπε να τους δεχτεί τους Μάγους η Αγία Οικογένεια. Φίδι στον κόρφο της. Οι Μάγοι κι οι συνεχιστές τους προχώρησαν την τεχνολογία σε βαθμό να δημιουργηθεί ο τεχνολογικός πολιτισμός του σήμερα. Που αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό το ταξίδι των τριών, την γέννηση, τα πειστήρια, το άστρο. Παλεύει χρόνια τώρα να εξηγήσει τί ήταν το άστρο. Ήρθε κι ο Σιμόπουλος να εξηγήσει στους Αγρινιώτες το φαινόμενο. Και; Γιατί να μάθω τί είναι; Μόνο αυτός είναι ο τρόπος για να νιώσω; Μόνο αυτός είναι ο τρόπος για ν’ αμφισβητήσω;
Δεν έπρεπε να δεχτεί τους Μάγους η Αγία Οικογένεια. Μακριά κι αγαπημένοι. Δεν ήξερε ότι η μετέπειτα εκκλησία θα αρνούνταν κάθε σχέση με την επιστήμη; Ως υποκλινόμενη στην μεγαλοσύνη των ιδεών της θρησκείας, την δέχεται. Αν γίνονταν η επιστήμη να προσφέρει στην διάρκεια των αιώνων χρυσό, λίβανο και σμύρνα, ναι, την δέχεται. Αλλά όχι να αμφισβητεί.
Μα δεν είναι εντάξει κι εκείνη. Τι σχέση έχει η αθωότητα του μωρού της φάτνης με τον διαβόητο Εφραίμ του Βατοπεδίου ας πούμε. Τι σχέση έχει η φτώχεια της φάτνης με τον πλούτο της ζωής σήμερα, των ναών συμπεριλαμβανομένων;
Ωραία το σύνδεσε ο μητροπολίτης Αιτωλοακαρνανίας Κοσμάς στο μήνυμά του στους πιστούς για τα Χριστούγεννα. Όπως έδιωχναν τον Χριστό στην Γαλιλαία με την απογραφή και την έλλειψη καταλυμάτων για τον Ιωσήφ και την έγκυο Μαρία, έτσι διώχνουν τώρα τις εικόνες από τους δημόσιους χώρους, τα δικαστήρια, τα σχολεία, διώχνουν τα θρησκευτικά απ’ τα μαθήματα.
Όμως μπερδεύομαι. Η ταλαιπωρία του Ιησού δεν ήταν μέρος της δόξας του; Όταν είσαι θεσμός, εξουσία δεν είναι που απαιτείς τιμές; Αν έψαχνε ο Ηρώδης κατάλυμα εκείνο το βράδυ, φυσικά θα βρίσκονταν. Όμως αυτός δεν είναι ο κακός της υπόθεσης; Αν είναι να ανοίγουν όλες οι πόρτες με το που περνάει η Μαρία και ο Ιωσήφ με τον γάιδαρό τους, τι σημείο ταύτισης έχουν οι φτωχοί κι οι αποκλεισμένοι αυτού του κόσμου;
Κι ακόμα, η παρηγοριά που παρέχει η εκκλησία στους δυστυχισμένους ότι όσο ταλαιπωρούνται, τόσο θα δοξαστούν στην επόμενη ζωή, δεν ισχύει για την εκκλησία και τους λειτουργούς της;
Κι αν δημιουργείται με τα χρόνια μια νέα κάστα δυστυχισμένων και ταλαιπωρημένων του κόσμου, πως θα τους κερδίσει μια εκκλησία που τους επιβάλει με πλούτο και διαπλοκή με το κράτος πως να σκέφτονται; Μια εκκλησία αδρανής, δημοσιοϋπαλληλική, που περιμένει όσα της οφείλονται και δεν αγωνίζεται καθημερινά με τον κόσμο ν’ ανοίξει μυαλά, καρδιές, πνεύματα. Για μια ζωή που δικαιώνεται εδώ το δώρο της, όχι μόλις τελειώσει η ημερομηνία λήξης του.
Ίσως είναι η μοίρα των θεών να γεννιούνται αθώα βρέφη μέσα σε προσδοκίες και να γίνονται Ηρώδηδες. Φορτωμένος βόμβες ένας στο Ιράν, έπεσε πάνω σε ομόθρησκους αλλά με άλλο δόγμα την ώρα που γιόρταζαν και ανατινάχτηκαν. Σ’ εμάς αντίστοιχη δουλειά κάνουν οι διαφημιστές.
Σακούλες, σακούλες από πολυκαταστήματα είναι αυτό που μένει απ’ τις γιορτές, πακέτα από παιχνίδια, ευχές ξεφλουδισμένες, πίσω στην κρίση το ενδιαφέρον, στο τρέξιμο, στην αίσθηση ότι κάτι πάει στραβά στη ζωή μας αλλά είμαστε όλοι αγκυλωμένοι στο «στραβά» και πάμε όλοι μαζί σαν τον κάβουρα. Που μπορεί να βάζει τρικλοποδιά στον άλλο κάβουρα για να βγει πιο μπροστά αλλά όλοι στο ίδιο λοξό.
Κι όμως, ή ίδια η εποχή απαιτεί μια πιο «χριστιανική» αντίληψη του κόσμου, τόση που ούτε η επίσημη εκκλησία δεν αντιλαμβάνεται αφού κουράστηκε να το επαναλαμβάνει και ασχολείται με το δημόσιο, τον χώρο της. Κι ήρθε η ίδια η οικονομία να την δικαιώσει. Και δεν το ξέρει! Λιγότερο ξόδεμα, λένε οι κήρυκες οικονομολόγοι, λιγότερη φιγούρα, περισσότερη ανοχή, εργασία, περισσότερη προσοχή στον πλανήτη. Όχι για να γίνουμε άγιοι αλλά για να ζήσουμε καλύτερα. Γιατί αν υπάρχει άλλη ζωή, είναι σίγουρα αυτή των απογόνων μας.
Κάπως έτσι, περίπου, απλά, πολύ απλά, ένας νεαρός ξεφλούδισε τα βαριά σύμβολα της πόλης κι εξηγούσε στην κοπέλα του για να δείξει ότι ξέρει, το ψηφιδωτό της πλατείας: «Να, αυτός πού’ ναι σαν ψάρ’ ξέρω ‘γω, είναι ο Αχελώος. Κι αυτός που τον δέρν’ ειν’ ο Ηρακλής».
Βέβαια τα γράφει κιόλας τα ονόματα...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)