
Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010
Τρίτη 15 Ιουνίου 2010
Σάββατο 5 Ιουνίου 2010
Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010
Πέμπτη 20 Μαΐου 2010
Γέλιο
(Κείμενο από Αναγγελία, α.φ. 361)
Την ώρα που γελούσε μια παπαρούνα φρέσκια στον καιρό, σαν αυτές που ζωγράφιζαν οι εξόριστοι κάποτε και τις γέμιζαν με νοσταλγία για κάτι αριστερές καταστάσεις που ονειρεύονταν ότι θα φρόντιζαν νυχθημερόν τον πολίτη σαν επί γης άγγελοι, πιο πάνω λίγο, σ’ ένα βενζινάδικο, φώναζε ο βενζινοπώλης στον πελάτη του «καλά μας κάνουν». Κι έλεγε κι ο πελάτης «φταίμε κι εμείς».
Αυτά φυτρώνουν στον λόγο ετούτον εδώ τον Μάη. Σαν σπόροι από καιρό ριγμένοι, απ’ τον καιρό που γελούσε αρκετός κόσμος με τα διακοποδάνεια, με τις υπερβολικές πωλήσεις μεγάλου κυβισμού αυτοκινήτων, κινητών. Δεν είμαστε χτεσινοί, που λέει και μια διαφήμιση απ’ αυτές που μας τριβέλιζαν το μυαλό στα υπερβολικά πολλά κανάλια τηλεόρασης, για να αγοράσουμε κι άλλα, κι άλλα, σε συμφέρουσες τιμές.
Τώρα κάνουν όλοι τους έκπληκτους και τους παραπονούμενους. Αναρτούν πανό στην Ακρόπολη γραμμένα στα Αγγλικά για να τα δουν τα ξένα κανάλια, να τα φουσκώσουν λίγο, να θυμηθούν κανένα αρχαίο γλυπτό που να ζητάει φότοσοπ ο οργανισμός του. Αγγλικά που μάλλον οι έρμοι οι αριστεροί τα έμαθαν σε φροντιστήριο παραπαιδείας. Άστα να Π.Α.Μ.Ε. γενικώς.
Καταρέει κι η ίδια η διαμαρτυρία πια. Γιατί κι αυτήν την κάναμε λάστιχο. Κάναμε και σ’ αυτήν κατάχρηση. Στοιχηματίζουν όλοι ότι θα ξεσπάσει ο κόσμος. Ας μην είναι εντελώς σίγουροι. Μπορεί οι επαγγελματίες του ξεσπάσματος να αναλάβουν δράση, μπορεί ο κόσμος να τους δώσει δίκιο εν μέρει, όμως δεν είναι απόλυτο ότι θα θελήσουν όλοι να ταυτιστούν μ’ αυτούς που έκαναν επίσης ζημιά στην χώρα. Δεν είναι σίγουρο ότι θα θελήσουν να τους εκχωρήσουν την εκπροσώπησή τους στον θυμό. Το πολύ να καταφύγουν στην ακραία, άτσαλη και αδέσποτη έκφραση οργής σε πολιτικούς όπου τους πετύχουν.
Πάντα η στήλη αυτή αναρωτιόταν για την φαντασία στην διαμαρτυρία ή για την διαμαρτυρία που να κοστίζει και στον διαμαρτυρόμενο όσο ή και περισσότερο κοστίζει στον συμπολίτη του. Το γέλιο επίσης ήταν ένα μυστήριο για το τι θα μπορούσε να κάνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Και να που ήρθαν οι καιροί να αναδειχτεί. Μίλησε ο Αλογοσκούφης σοβαρά – σοβαρά σε φοιτητές στο εξωτερικό και το ακροατήριό του έσκασε στα γέλια. Αποκάλυψη. Ο Αλογοσκούφης «γυμνώθηκε». Δεν είχε τι να πει. Γιατί είχε ξαφνικά την υποχρέωση να πει κάτι έξυπνο, να ξανασοβαρέψει την κατάσταση, να ξαμαζέψει τα τρίμματα του κύρους του. Αδύνατον.
Απίστευτο όπλο λοιπόν. Δεν χρειάζεται ούτε γιαούρτωμα, ούτε αυγά, ούτε σπάσιμο βιτρινών. Γέλιο κατάμουτρα μόνο. Ακόμα και ψεύτικο. Δεν χρειάζεται να περάσει ο πολιτικός και να τον χαστουκίσεις. Δείξε τον και γέλα. Ακόμα κι αυτές οι τηλεμαχίες με την ηχορύπανση χωρίς τέλος, πόσο θα ακυρώνονταν αν αποφάσιζε αυτός που αδικείται να βάλει τα γέλια με την κάθε κοτσάνα του κάθε ψεύτη πολιτικού.
Κόντρα στην κατάθλιψη που σερβίρουν διαβάζοντάς την μάλιστα από χαρτιά, αντιδράς και ταυτόχρονα βρίσκεις και την υγειά σου.
Την ώρα που γελούσε μια παπαρούνα φρέσκια στον καιρό, σαν αυτές που ζωγράφιζαν οι εξόριστοι κάποτε και τις γέμιζαν με νοσταλγία για κάτι αριστερές καταστάσεις που ονειρεύονταν ότι θα φρόντιζαν νυχθημερόν τον πολίτη σαν επί γης άγγελοι, πιο πάνω λίγο, σ’ ένα βενζινάδικο, φώναζε ο βενζινοπώλης στον πελάτη του «καλά μας κάνουν». Κι έλεγε κι ο πελάτης «φταίμε κι εμείς».
Αυτά φυτρώνουν στον λόγο ετούτον εδώ τον Μάη. Σαν σπόροι από καιρό ριγμένοι, απ’ τον καιρό που γελούσε αρκετός κόσμος με τα διακοποδάνεια, με τις υπερβολικές πωλήσεις μεγάλου κυβισμού αυτοκινήτων, κινητών. Δεν είμαστε χτεσινοί, που λέει και μια διαφήμιση απ’ αυτές που μας τριβέλιζαν το μυαλό στα υπερβολικά πολλά κανάλια τηλεόρασης, για να αγοράσουμε κι άλλα, κι άλλα, σε συμφέρουσες τιμές.
Τώρα κάνουν όλοι τους έκπληκτους και τους παραπονούμενους. Αναρτούν πανό στην Ακρόπολη γραμμένα στα Αγγλικά για να τα δουν τα ξένα κανάλια, να τα φουσκώσουν λίγο, να θυμηθούν κανένα αρχαίο γλυπτό που να ζητάει φότοσοπ ο οργανισμός του. Αγγλικά που μάλλον οι έρμοι οι αριστεροί τα έμαθαν σε φροντιστήριο παραπαιδείας. Άστα να Π.Α.Μ.Ε. γενικώς.
Καταρέει κι η ίδια η διαμαρτυρία πια. Γιατί κι αυτήν την κάναμε λάστιχο. Κάναμε και σ’ αυτήν κατάχρηση. Στοιχηματίζουν όλοι ότι θα ξεσπάσει ο κόσμος. Ας μην είναι εντελώς σίγουροι. Μπορεί οι επαγγελματίες του ξεσπάσματος να αναλάβουν δράση, μπορεί ο κόσμος να τους δώσει δίκιο εν μέρει, όμως δεν είναι απόλυτο ότι θα θελήσουν όλοι να ταυτιστούν μ’ αυτούς που έκαναν επίσης ζημιά στην χώρα. Δεν είναι σίγουρο ότι θα θελήσουν να τους εκχωρήσουν την εκπροσώπησή τους στον θυμό. Το πολύ να καταφύγουν στην ακραία, άτσαλη και αδέσποτη έκφραση οργής σε πολιτικούς όπου τους πετύχουν.
Πάντα η στήλη αυτή αναρωτιόταν για την φαντασία στην διαμαρτυρία ή για την διαμαρτυρία που να κοστίζει και στον διαμαρτυρόμενο όσο ή και περισσότερο κοστίζει στον συμπολίτη του. Το γέλιο επίσης ήταν ένα μυστήριο για το τι θα μπορούσε να κάνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Και να που ήρθαν οι καιροί να αναδειχτεί. Μίλησε ο Αλογοσκούφης σοβαρά – σοβαρά σε φοιτητές στο εξωτερικό και το ακροατήριό του έσκασε στα γέλια. Αποκάλυψη. Ο Αλογοσκούφης «γυμνώθηκε». Δεν είχε τι να πει. Γιατί είχε ξαφνικά την υποχρέωση να πει κάτι έξυπνο, να ξανασοβαρέψει την κατάσταση, να ξαμαζέψει τα τρίμματα του κύρους του. Αδύνατον.
Απίστευτο όπλο λοιπόν. Δεν χρειάζεται ούτε γιαούρτωμα, ούτε αυγά, ούτε σπάσιμο βιτρινών. Γέλιο κατάμουτρα μόνο. Ακόμα και ψεύτικο. Δεν χρειάζεται να περάσει ο πολιτικός και να τον χαστουκίσεις. Δείξε τον και γέλα. Ακόμα κι αυτές οι τηλεμαχίες με την ηχορύπανση χωρίς τέλος, πόσο θα ακυρώνονταν αν αποφάσιζε αυτός που αδικείται να βάλει τα γέλια με την κάθε κοτσάνα του κάθε ψεύτη πολιτικού.
Κόντρα στην κατάθλιψη που σερβίρουν διαβάζοντάς την μάλιστα από χαρτιά, αντιδράς και ταυτόχρονα βρίσκεις και την υγειά σου.
Εξώφυλλο Yellow power

Μου ζητήθηκε ένα εξώφυλλο με θέμα "Τα καλύτερα έρχονται", μια φράση που αφορούσε το αισιόδοξο μέλλον, άσχετα από την έκβαση του αγώνα στον οποίο θα μοιράζονταν το περιοδικό. Σκέφτηκα να φτιάξω την Α' Εθνική σαν κοπέλα ποθητή που να λατρεύει τον Πανέτο, σύμβολο του Παναιτωλικού. Ο δε Πανέτος κοιτάει τον θεατή σαν να γνωρίζουν και οι δύο τί πρόκειται να ακολουθήσει.
Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010
Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010
Φλουρί
Με πονάει λίγο εδώ, η μοναξιά μου. Έχεις καμιά παυσίπονη καλημέρα; Εσύ που κοιτάς το φανάρι σαν φεγγάρι, με προσήλωση, στη διασταύρωση, με προσευχή να σ’ αφήσει λίγο πιο γρήγορα, θα κοίταζες έτσι άνθρωπο; Μα, ναι, αν σου άναβε πράσινο για να προχωρήσεις ελεύθερα. Μα, ναι, αν σε φέρνει πιο κοντά στον προορισμό σου.
Εγώ δεν είμαι φανάρι σε διασταύρωση. Εγώ είμαι στάση στην επαρχία, που σε κρατάει μέχρι να μάθεις ότι δεν περνάει το λεωφορείο.
Γυρίσαμε όλοι στη θέση μας. Μαζεύουν τα μαγαζιά τα χριστουγεννιάτικα. Πεταμένες πλαστικές μπάλες και έλατα στα σκουπίδια όπως παλιά. 2010 με οικολογική συνείδηση της δεκαετίας του ’80. Φωτογραφίες με τον Άι – Βασίλη του λούνα - παρκ, παιχνίδια με σωμένες μπαταρίες. Λίμνες αγιασμένες που αραιώνονται σιγά - σιγά με νερό βροχής. Δίαιτες στα χωνευτικά περιοδικά και ασκήσεις γυμναστικής. Η φυλή των ανθρώπων πλατσουρίζει ξανά στην σπουδαιοφανή ρουτίνα παριστάνοντας το σημαντικό. Στη θέση του ο ταξιτζής που είχε μυριστεί την ήττα του Ολυμπιακού. Στη θέση της η κομμώτρια που κοιτάει κουτσομπολιά στην τηλεόραση. Ο αλουμινάς που αποφεύγει τα μερεμέτια. Το στοίχημα, τα πυροτεχνήματα των γάμων, οι ήχοι κλήσης των άλλων, τα γκρι ρούχα των μεσόκοπων. Στη θέση τους τ’ ανέκδοτα με τις αποδείξεις αγορών.
Ήτανε Χριστούγεννα; Παλιά. Άσε με μ’ αυτά. Να ησυχάσω λίγο τρέχοντας. Να βρω την ηρεμία μου στον πανικό. Να βρω τον ρυθμό μου στις αρρυθμίες. Δε θέλουμε πια τις γιορτές όπως ήτανε. Τις θέλουμε τρεχάτες, φανταχτερές και επιδεικτικές. Για να γυρίζουμε στην καθημερινότητα σαν καταφύγιο στο σπίτι μας.
Στην επαρχία μάθαμε να νιώθουμε και μέτριοι. Γελάς όμως στο επαρχιακό περίπτερο με την εφημερίδα της Αθήνας, την Καθημερινή, που γράφει εντυπωσιασμένη για την Αμερικανίδα Μαριάν Σάλτσμαν, 48χρονη «γκουρού» των διεθνών δημοσίων σχέσεων και συγγραφέα, που πέφτει τόσο μέσα στις προβλέψεις για τις παγκόσμιες τάσεις ώστε να θεωρείται μελλοντολόγος. Η σοφή αυτή και πολυταξιδεμένη λανσάρισε τον όρο «μετροσέξουαλ» και πρόβλεψε την οικονομική κρίση. Λατρεύει το facebook αλλά κάθε μέρα διαβάζει μια τοπική εφημερίδα, μια πανεθνικής εμβέλειας κι ένα φρι- πρες. Βλέπει το μέλλον του πρωινού τύπου στην ανάπτυξη των συγκοινωνιών και βασισμένη στις κοινωνικές δικτυώσεις του διαδικτύου όπου ο καθένας ως μονάδα μπορεί να κοινοποιήσει οτιδήποτε, δηλώνει τί; «Το τοπικό είναι η νέα παγκοσμιότητα». Τα λόγια του εκδότη αυτής της εφημερίδας Παντελή Φλωρόπουλου δηλαδή, όπως ειπώθηκαν δεκαπέντε χρόνια πριν. Όταν δεν υπήρχε το facebook. Όταν το Αγρίνιο ήταν ό,τι και σήμερα, μια ουδέτερη επαρχιακή πόλη. Που καταπίνει.
Που περιθάλπει τον εραστή της για να τον καταπιεί μετά τον έρωτα.
Καταφύγιο η επαρχιακή καθημερινότητα από τον οξύθυμο δεσπότη που στην ομιλία της πρωτοχρονιάς ρώτησε επιτακτικά: «Πιστεύουμε στον Χριστό ναι ή όχι; Θα το πάρουμε απόφαση ναι ή όχι; ΝΑΙ ή ΌΧΙ;» έχασε την υπομονή του μαζί μας. Γελαστή η μπάντα ξεθύμανε την κρισιμότητα της στιγμής καθώς ακούστηκε απ’ έξω να παιανίζει τον αργοπορημένο ερχομό των επισήμων. Τι ειρωνία! Ο ρυθμός των κατεστημένων πραγμάτων που αγαπάει η εκκλησία δεν την αφήνει να κάνει την ατμόσφαιρα δικαστηρίου που θέλει. Οι γυναίκες με τις λειτουργιές και τα υψώματα κοίταξαν απλανώς μετά. Ο δεσπότης κατέβηκε κι άρχισε να μοιράζει αντίδωρα στοργικά, σαν άλλος. Έδειχνε και μικρότερο το μέγεθός του πια. Οι γυναίκες με τα υψώματα έμοιαζαν στωικά αγάλματα σε ζωφόρο που διατήρησε τα χρώματά της. Ανέχονται όλα τα ξεσπάσματα με σοφία αιώνων σαν να είναι από μικρά παιδιά. Αυτές δεν τις νοιάζει να δηλώσουν τίποτα. Τα αφιερώματά τους μοιάζουν να στέλνονται σε άλλο, πιο ήσυχο, διαχρονικό, μη απειλούμενο θεό.
Την ίδια ώρα που καταγγέλλονταν οι αμφιβολίες της ανθρώπινης φύσης κάτι παιδάκια που έπλητταν μέσα στην εκκλησία έλαμπαν σαν μικροί θεοί αλήθειας. Η επιδερμίδα τους έμοιαζε να καλύπτει έναν εσωτερικό ήλιο, τόσο παντοδύναμο που δεν νοιάζονταν καν να το διαλαλήσει. Ένας ζωηρός, με χαλαρή αντίληψη του χώρου ήθελε να παίξει. Μικρούλης, ήθελε να παίξει με τα πάντα, με τις γωνίες του τέμπλου, με τα σκαλοπάτια, με το χαλί. Με τα δημιουργήματα του ανθρώπου για έναν θεό που ο μικρούλης έμοιαζε να κατείχε το μυστικό του. Αδύνατη η τυπολογία της εκκλησίας να τον ανεχτεί, ή να τον γοητεύσει, τον μάλωσε ο μπαμπάς του που έκανε φασαρία.
Έμεινε μόνο η φοβιστική φασαρία του δεσπότη από το ιερό βήμα. Να υπερασπίζεται ονομαστικά τον Χριστό, σαν κυβερνήτη. Τί να απαντήσω άμα με πιάσει απ’ τον γιακά; Δεν ξέρω, ποιόν Χριστό απ’ όλους; Εγώ τα παιδάκια ξέρω ότι θαύμαζε κι Εκείνος που ήξερε και κάτι παραπάνω.
Σφιχτή η αγκαλιά της εκκλησίας στην επαρχιακή πόλη με το φλουρί μέσα της χαμένο.
Εγώ δεν είμαι φανάρι σε διασταύρωση. Εγώ είμαι στάση στην επαρχία, που σε κρατάει μέχρι να μάθεις ότι δεν περνάει το λεωφορείο.
Γυρίσαμε όλοι στη θέση μας. Μαζεύουν τα μαγαζιά τα χριστουγεννιάτικα. Πεταμένες πλαστικές μπάλες και έλατα στα σκουπίδια όπως παλιά. 2010 με οικολογική συνείδηση της δεκαετίας του ’80. Φωτογραφίες με τον Άι – Βασίλη του λούνα - παρκ, παιχνίδια με σωμένες μπαταρίες. Λίμνες αγιασμένες που αραιώνονται σιγά - σιγά με νερό βροχής. Δίαιτες στα χωνευτικά περιοδικά και ασκήσεις γυμναστικής. Η φυλή των ανθρώπων πλατσουρίζει ξανά στην σπουδαιοφανή ρουτίνα παριστάνοντας το σημαντικό. Στη θέση του ο ταξιτζής που είχε μυριστεί την ήττα του Ολυμπιακού. Στη θέση της η κομμώτρια που κοιτάει κουτσομπολιά στην τηλεόραση. Ο αλουμινάς που αποφεύγει τα μερεμέτια. Το στοίχημα, τα πυροτεχνήματα των γάμων, οι ήχοι κλήσης των άλλων, τα γκρι ρούχα των μεσόκοπων. Στη θέση τους τ’ ανέκδοτα με τις αποδείξεις αγορών.
Ήτανε Χριστούγεννα; Παλιά. Άσε με μ’ αυτά. Να ησυχάσω λίγο τρέχοντας. Να βρω την ηρεμία μου στον πανικό. Να βρω τον ρυθμό μου στις αρρυθμίες. Δε θέλουμε πια τις γιορτές όπως ήτανε. Τις θέλουμε τρεχάτες, φανταχτερές και επιδεικτικές. Για να γυρίζουμε στην καθημερινότητα σαν καταφύγιο στο σπίτι μας.
Στην επαρχία μάθαμε να νιώθουμε και μέτριοι. Γελάς όμως στο επαρχιακό περίπτερο με την εφημερίδα της Αθήνας, την Καθημερινή, που γράφει εντυπωσιασμένη για την Αμερικανίδα Μαριάν Σάλτσμαν, 48χρονη «γκουρού» των διεθνών δημοσίων σχέσεων και συγγραφέα, που πέφτει τόσο μέσα στις προβλέψεις για τις παγκόσμιες τάσεις ώστε να θεωρείται μελλοντολόγος. Η σοφή αυτή και πολυταξιδεμένη λανσάρισε τον όρο «μετροσέξουαλ» και πρόβλεψε την οικονομική κρίση. Λατρεύει το facebook αλλά κάθε μέρα διαβάζει μια τοπική εφημερίδα, μια πανεθνικής εμβέλειας κι ένα φρι- πρες. Βλέπει το μέλλον του πρωινού τύπου στην ανάπτυξη των συγκοινωνιών και βασισμένη στις κοινωνικές δικτυώσεις του διαδικτύου όπου ο καθένας ως μονάδα μπορεί να κοινοποιήσει οτιδήποτε, δηλώνει τί; «Το τοπικό είναι η νέα παγκοσμιότητα». Τα λόγια του εκδότη αυτής της εφημερίδας Παντελή Φλωρόπουλου δηλαδή, όπως ειπώθηκαν δεκαπέντε χρόνια πριν. Όταν δεν υπήρχε το facebook. Όταν το Αγρίνιο ήταν ό,τι και σήμερα, μια ουδέτερη επαρχιακή πόλη. Που καταπίνει.
Που περιθάλπει τον εραστή της για να τον καταπιεί μετά τον έρωτα.
Καταφύγιο η επαρχιακή καθημερινότητα από τον οξύθυμο δεσπότη που στην ομιλία της πρωτοχρονιάς ρώτησε επιτακτικά: «Πιστεύουμε στον Χριστό ναι ή όχι; Θα το πάρουμε απόφαση ναι ή όχι; ΝΑΙ ή ΌΧΙ;» έχασε την υπομονή του μαζί μας. Γελαστή η μπάντα ξεθύμανε την κρισιμότητα της στιγμής καθώς ακούστηκε απ’ έξω να παιανίζει τον αργοπορημένο ερχομό των επισήμων. Τι ειρωνία! Ο ρυθμός των κατεστημένων πραγμάτων που αγαπάει η εκκλησία δεν την αφήνει να κάνει την ατμόσφαιρα δικαστηρίου που θέλει. Οι γυναίκες με τις λειτουργιές και τα υψώματα κοίταξαν απλανώς μετά. Ο δεσπότης κατέβηκε κι άρχισε να μοιράζει αντίδωρα στοργικά, σαν άλλος. Έδειχνε και μικρότερο το μέγεθός του πια. Οι γυναίκες με τα υψώματα έμοιαζαν στωικά αγάλματα σε ζωφόρο που διατήρησε τα χρώματά της. Ανέχονται όλα τα ξεσπάσματα με σοφία αιώνων σαν να είναι από μικρά παιδιά. Αυτές δεν τις νοιάζει να δηλώσουν τίποτα. Τα αφιερώματά τους μοιάζουν να στέλνονται σε άλλο, πιο ήσυχο, διαχρονικό, μη απειλούμενο θεό.
Την ίδια ώρα που καταγγέλλονταν οι αμφιβολίες της ανθρώπινης φύσης κάτι παιδάκια που έπλητταν μέσα στην εκκλησία έλαμπαν σαν μικροί θεοί αλήθειας. Η επιδερμίδα τους έμοιαζε να καλύπτει έναν εσωτερικό ήλιο, τόσο παντοδύναμο που δεν νοιάζονταν καν να το διαλαλήσει. Ένας ζωηρός, με χαλαρή αντίληψη του χώρου ήθελε να παίξει. Μικρούλης, ήθελε να παίξει με τα πάντα, με τις γωνίες του τέμπλου, με τα σκαλοπάτια, με το χαλί. Με τα δημιουργήματα του ανθρώπου για έναν θεό που ο μικρούλης έμοιαζε να κατείχε το μυστικό του. Αδύνατη η τυπολογία της εκκλησίας να τον ανεχτεί, ή να τον γοητεύσει, τον μάλωσε ο μπαμπάς του που έκανε φασαρία.
Έμεινε μόνο η φοβιστική φασαρία του δεσπότη από το ιερό βήμα. Να υπερασπίζεται ονομαστικά τον Χριστό, σαν κυβερνήτη. Τί να απαντήσω άμα με πιάσει απ’ τον γιακά; Δεν ξέρω, ποιόν Χριστό απ’ όλους; Εγώ τα παιδάκια ξέρω ότι θαύμαζε κι Εκείνος που ήξερε και κάτι παραπάνω.
Σφιχτή η αγκαλιά της εκκλησίας στην επαρχιακή πόλη με το φλουρί μέσα της χαμένο.
Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010
Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010
Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)